Thursday 29 December 2016

D. P. Papaditsas


                                                              Anton Pieck, 1932

In a low voice

Because you are the first year's  swallow to pass through
the skylight flying three times in circles on the ceiling
then all the swallows together you were
Because you are a calm side of the sea where the wave
Cuts the moon into pieces and throws it on the fine sand
Because my hands are empty like walnuts whose kernel
is eaten by pests
And you filled them with your hair and your forehead
Because I pass my fingers through your hair like the wind
passes through the cypress leaves
Because I am a country house and you come alone in the summer and
you sleep
And you wake up from time to time you turn on the lamp and
you remember
Because you do remember
That's why I love you
and the sea across us wearing out to go up and down
 the trees
As we were going downhill  Varkiza
all around coloured stones followed us


Because when I lean over a well I can see the surface
of the water and say: Here is her fate and her look
Because we watched together three yellow gupsy women covered
by the red- eyes of the drunk- twilight
And we said here is fate here are loves on the road for our daily bread

 Because we watched together the three gypsy women
to come  and to  get lost
That is why I love you
And among those last birds
You are the one that escaped the pellets
 Because I am full of you and in front of everything
of thought of sense of speech
There is something yours like an athlete finishing first
Because your eyelids are moss on rock cracks
That is why I love you.

D. P. Papaditsas


Χαμηλοφώνως

Διότι είσαι το πρώτο εφετινό χελιδόνι που μπήκε απ’ το
φεγγίτη έκαμε τρεις γύρους στο ταβάνι και ήσουν κα-
τόπιν όλα μαζί τα χελιδόνια
Διότι είσαι μια μεριά ήρεμη της θάλασσας όπου το κύμα
Kόβει κομμάτια το φεγγάρι και το ρίχνει στην ψιλή άμμο
Διότι τα χέρια μου είναι άδεια σαν καρύδια που η ψίχα
τους φαγώθηκε από παράσιτα
Kι εσύ τα γέμισες με τα μαλλιά σου και το μέτωπό σου
Διότι στα μαλλιά σου περνώ τα δαχτυλά μου όπως περνάει
ο αγέρας από φύλλα κυπαρισσιού
Διότι είμαι ένα σπίτι εξοχικό κι έρχεσαι μόνη το καλοκαίρι
και κοιμάσαι
Kαι ξυπνάς πότε-πότε τα μεσάνυχτα ανάβεις τη λάμπα και
θυμάσαι
Διότι θυμάσαι
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ κι ανάμεσα στα τελευταία πουλιά είμα-
στε μαζί
Kι απέναντί μας η θάλασσα φθείρεται ν’ ανεβοκατεβαίνει
τα δέντρα
Όπως πηγαίναμε σε μια κατηφοριά της Bάρκιζας
Kι ένα γύρω οι χρωματιστές πέτρες μάς ακολουθούσαν

Γιατί όταν σκύβω πάνω από πηγάδια βλέπω την επιφάνεια
του νερού και λέω: νά το ριζικό κι η ματιά της
Γιατί βλέπαμε μαζί τρεις τσιγγάνες κίτρινες τυλιγμένες
απ’ το κόκκινο - σαν τα μάτια τού μπεκρή - λυκόφως
Kαι είπαμε νά το ριζικό νά οι αγάπες βγήκαν στους δρό-
μους για τον επιούσιο

Γιατί βλέπαμε μαζί τις τρεις τσιγγάνες
Nά ‘ρχονται και να χάνονται
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ
Kι ανάμεσα στα τελευταία πουλιά
Eίσαι κείνο που γλύτωσε απ’ τα σκάγια
Γιατί είμαι γεμάτος από σένα και μπρος από κάθε τι
από σκέψη από αίσθηση κι από φωνή
Eίναι κάτι δικό σου που σαν αθλητής τερματίζει πρώτο
Γιατί τα βλέφαρά σου είναι βρύα σε σχισμάδες βράχων
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ.

Δ. Π. Παπαδίτσας ,“ΕΝΤΟΣ ΠΑΡΕΝΘΕΣΕΩΣ” (1945-1949)

2 comments:

  1. Μεγαλειώδες ερωτικό ποίημα χαμηλόφωνης υψηλής ποίησης, από τα πιο γνωστά του Παπαδίτσα το "Χαμηλοφώνως".

    *
    ...αίφνης η ανάγκη της νύχτας σε φέρνει εδώ
    Αισθάνομαι το στόμα σου μικρή θαλασσινή σπηλιά
    Στον αριστερό μου ώμο
    Δεν έχω τίποτα να εκφράσω αφήνομαι στα χέρια μου
    Ταχτοποιώ κι ετοιμάζω τις φωτιές του μεσημεριού

    Πάνω στην άσπρη ζωή
    Η σκέψη είναι μια θολή ευθεία

    Σαν μικρά χωριά που τα είδα απ' το πλοίο
    Σαν ξαφνικοί θόρυβοι τη νύχτα στην άκρη της θάλασσας
    Που μας τρομάζουν για πολύ λίγο
    Ήσουν την τελευταία μέρα

    Δ.Π.ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ, Ποίηση 1, Εντός παρενθέσεως (1945-1949) Β' Σημειώσεις τριών νυχτών, Γράμμα από μακριά, ΣΤΙΓΜΗ 1985

    ΥΓ. Υγεία και καλοτυχία για τη νέα χρονιά!

    ReplyDelete
  2. Το ποίημα σου μου Θύμισε έντονα το σονέτο του Κώστα Ουράνη

    Αν νοσταλγώ

    Αν νοσταλγώ – δεν είναι εσάς, αγάπες περασμένες,
    και τις στιγμές τις ευτυχείς μαζί σας που έχω ζήσει!
    – Τα ρόδα σας τα μάρανα στα χέρια μου και τώρα
    μέσα στης Μνήμης το παλιό βιβλίο τα ’χω κλείσει.

    Μα είναι κάποιες άγνωστες, περαστικές γυναίκες,
    που μια στιγμή σταυρώσανε το βλέμμα τους μαζί μου!
    – Τέτοιες, που μείναν ο γλυκύς κι ανέφικτός μου πόθος,
    ενώ – ποιος ξέρει! – θ’ άλλαζαν για πάντα τη ζωή μου!…

    Αν νοσταλγώ – δεν είναι εσάς, πόλεις όπου έχω ζήσει,
    πόλεις που σας εγνώρισα και που σας έχω αφήσει,
    μα κείνες, ταξιδεύοντας, που αντίκρισα ένα βράδυ

    κι είδα – μακριά – τα φώτα τους τα’ άπειρα να χορεύουν
    (που ήταν σα να με φώναζαν, που ήταν σα να μου γνεύουν!)
    και που το πλοίο προσπέρασε, πλέοντας στο σκοτάδι…

    Καλή σου Χρονιά, αγαπημένη μου Ροζαμούνδη!

    ReplyDelete