Sunday, 22 May 2016

Vassilis Karavitis

 
Yiannis Migadis, backyard , 1977


Pasalimani 1970



Abundant cement has covered

Our childhood footsteps

The traces of the drowned

and those wrecked ashore.

At that time the sea lifts their grief

Awakes the tenants of the square

They walk out their door scared

And expose fake dreams

They leave them there without a note

And return to bed.


Those houses suit me.

That port.

That restrained sea

that has forgotten its source.


Vassilis Karavitis




Πασαλιμάνι 1970



Τσιμέντο άφθονο σκέπασε

Τις παιδικές μας πατημασιές

Τα ίχνη των πνιγμένων

Κι αυτών που ναυαγήσαν στην στεριά.

Τέτοιαν ώρα ανεβάζει η θάλασσα τον καημό τους.

Ξυπνάει τους ενοίκους της πλατείας

Βγαίνουν τρομαγμένοι στην πόρτα τους

Κι εκθέτουν κλεψίγαμα όνειρα.

Τ' αφήνουν εκεί χωρίς σημείωμα

Και ξαναπάνε για ύπνο.


Μου ταιριάζουν αυτά τα σπίτια.

Αυτό το λιμάνι.

Αυτή η σταματημένη θάλασσα

που ξέχασε την πηγή της.



Βασίλης Καραβίτης

4 comments:

  1. Τον ποιητή ή το θέμα; αναρωτήθηκα (Το Γλωσσάριο των ανθέων, Εγγονόπουλος).
    Τον ποιητή, αποφάσισα.

    Βαθιά αληθινό το ποίημα, παρά τις απλές καθημερινές λέξεις.
    Στα πιο βαθιά το επόμενο:

    ΤΑ ΒΛΕΦΑΡΑ

    Πορτόφυλλα αδιαφανή και αδιαπέραστα
    όταν το θέαμα του κόσμου γίνεται αβάσταχτο
    και τα μάτια στεγνά ακόμα μας εκλιπαρούν
    να επιστρέψουν για λίγο στο φιλικό τους σκοτάδι.

    Δεν είναι όμως η συγκάλυψη των ματιών μόνο
    την ώρα που τα συντρέχουμε και ηρεμούν προσωρινά
    ο ρόλος που αποδεχτήκαμε και μας αρκεί
    όταν το νιώσουμε πόσο όλα τα πράγματα αντιμάχονται
    να χωρέσουν στο σχέδιο μιας σχέσης στοργικής
    που οι εκκλήσεις του βλέμματος ακούραστα υποβάλλουν.

    Για μας είναι γνωστό κι ας μένει αμετάδοτο
    πως τίποτα δεν κερδίζεται με μάτια ανοιχτά
    κι αν έχουμε ένα λόγο για συνύπαρξη
    είναι να τα εξωθούμε αδιάκοπα στον ύπνο.

    Άσχετο πόσο τα μάτια αμετανόητα
    αρνούνται να πιστέψουν το φοβερό τους μέλλον
    κι επινοούν στα βάθη τους κώδικες ονειρικούς
    στα μέτρα μιας μεγάθυμης ζωής
    κι όχι αυτής που τα χλευάζει.

    Ίσως γιατί φοβούνται πιο πολύ
    όσο κι εμείς βαθιά μας κι απεχθάνονται
    τη θλίψη που κληροδοτούν αφόρητα
    όσοι κοιμήθηκαν οριστικά και δεν ξυπνάνε.

    Β α σ ί λ η ς Κ α ρ α β ί τ η ς (1934) Του προσώπου, 2003

    ReplyDelete
  2. Υπέροχος Καραβίτης! Σ 'ευχαριστώ καλή μου Ρόζα.Το ποίημα Πασαλιμάνι 1970 μου μιλάει περισσότερο μιας και το Πασαλιμάνι υπήρξε το 70, τόπος της παιδικής μου ηλικίας...

    ReplyDelete
  3. Η ταύτιση, που λέγαμε.
    Μόνο έτσι μπορεί να μας μιλήσει κάτι.

    ΤΟ ΠΕΤΑΛΟ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΡΦΙΑ

    Κάθε βράδι την ίδια ώρα
    τα ίδια πρόσωπα
    με τα ίδια μετρημένα βήματα
    κάναν τον ίδιον περίπατο:
    Απ’ τη Φρεαττύδα ως την πλατεία Αλεξάνδρας
    στο Πασαλιμάνι.
    Ήταν και οι τρεις αντίκες, τρεις μονόχνωτοι,
    Ό ένας είχε ριγμένη πάνω του μια μπέρτα
    ο άλλος κρατούσε την άδεια θήκη ενός βιολιού
    κι ο τρίτος σκυφτός, όλο μουρμούριζε.
    Βάδιζαν χωρίς ποτέ στο πλάϊ να κυττάξουν
    -λες κι είχαν ράγιες κάτω από τα πόδια τους-
    καθένας χώρια
    κι οι τρεις μονάχοι.
    Το μικρό λιμάνι καθώς έκλεινε
    Κι από τις δύο μεριές,
    Θαρρούσες κι ήταν πέταλο
    κι οι «τρεις μονάχοι»
    τα καρφιά!

    Μανώλης Αλεξίου, «Το περιοδικό μας», τεύχος 6/12, 1958, σελίδα 146.

    ReplyDelete
  4. Υπέροχο!! Σ ευχαριστώ τόσο πολύ , Ρόζα!

    ReplyDelete