Thursday, 24 November 2016

E. Ch. Gonatas

                                                     Max Ernst , Self Portrait, Köln 1909

The scar


The injury heals,
its lips mingle like crimpson curtains
and years after  a mark lingers in its place
a rosy scar he bows and kisses.

They all love their wounds
They hide them behind  beautiful unwrinkled cloths,
but they know on which part of their body  they flourished,
withered, ate skin and flesh of their own.

That is why they love them
and  in times of solitude, when no one sees them,
they  bow and kiss them in adoration
their deep, dark wounds.

E . Ch. Gonatas

Η ουλή


Η πληγή θρέφει, 
τα χείλη της σμίγουν αργά σαν αυλαία βυσσινιά 
κι ύστερα από χρόνους στη θέση της μένει ένα σημάδι,  
μια ρόδινη ουλή που σκύβει και τη φιλάει.


Όλοι αγαπούν τα τραύματά τους.
Τα κρύβουν με ωραία ατσαλάκωτα υφάσματα,
ξέρουν όμως σε ποια μεριά του κορμιού τους άνθισαν,
μαράθηκαν, έφαγαν δέρμα και κρέας δικό τους.


Γι’ αυτό τ’ αγαπούν και,
σε ώρες μοναξιάς που κανείς δεν τους βλέπει,
σκύβουν και με λατρεία τα φιλούν
τα βαθιά, σκοτεινά τραύματά τους.

Ε. Χ. Γονατάς 

2 comments:

  1. Τι ευχάριστη έκπληξη. Και τι εξαίσιο ποίημα. Η εξαίσια "Ουλή" ήταν ένα καλό κίνητρο να ψάξω περισσότερο τον Ε.Χ.Γονατά.
    Η βουτιά μου στο ίντερνετ είχε ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Η ποίησή του είναι μια αποκάλυψη για μένα. Τον ήξερα ως συγγραφέα του σύντομου αφηγήματος "Ο φιλόξενος καρδινάλιος". Μου αρέσει η λακωνική και υπαινικτική γραφή του. Τώρα ανακαλύπτω ότι ακροβατεί ανάμεσα στο ποίημα και στο πεζό με έναν χαμηλόφωνα υπέροχο τρόπο. 'Οπως:


    ΤΑ ΦΥΛΛΑ

    [...]Έβρισκα το δέντρο.
    Καθόμουν στις ρίζες του ώρες και περίμενα.
    Κάποτε άρχιζε η βροχή των φύλλων.
    Τεράστια φύλλα, πράσινα, παχιά και χνουδάτα πέφταν συνέχεια ολόγυρά μου.

    Τα μάζωνα και στο γυρισμό γέμιζα το μπαούλο.
    Ύστερα έβανα τ' αυτί μου και άκουγα το τραγούδι τους.

    "Θαρρείς και δεν θα ξεραθούν και τα μαζώνεις",
    μου λέγανε στο σπίτι, που παραφύλαγαν πότε θα γυρίσω
    δίνοντάς μου το κερί στο σαμντάνι γεμάτο κίτρινα σάλια,
    "ακούγεται κιόλας το τραγούδι τους·
    όσο πιο ωραίο γίνεται,
    τόσο περισσότερο πίνει το χυμό τους.
    Ως αύριο θα 'χουνε γίνει σκόνη".
    "Ναι", τους αποκρινόμουν, συμφωνώντας τάχα μαζί τους,
    "δίκιο έχετε, έτσι είναι. Πεθαίνουν και τραγουδάνε".

    Άμα ξαπλώναν όμως πάλι στα κρεβάτια τους,
    και μόνο τα δάχτυλα των ποδαριών τους
    έξω απ' τις κόκκινες βελέντζες
    έφεγγαν σαν καντήλια στο σκοτάδι,
    τότες έτρεχα και κολλούσα το μάτι
    στην κλειδαρότρυπα του μπαούλου μου.

    Ω, πώς ταξιδεύανε, σαν μαλακά ποταμόψαρα,
    αστράφτοντας μέσα στο χάος!
    Δεν ξεχώριζαν ποια είχα κουβαλήσει απόψε
    και ποια βρισκόντουσαν πολλά χρόνια εκεί.
    Όλα πράσινα, με γυαλιστερή, ολοζώντανη σάρκα.

    Οι χυμοί, που κυκλοφορούσαν στις φλέβες τους ανεξάντλητοι, τραγουδούσαν.
    Ποτέ δε θα μου ξεραθούνε.

    Ε.Χ. ΓΟΝΑΤΑΣ, Η κρύπτη

    ReplyDelete
  2. ι εγώ καλή μου Ροζαμούνδη με τον φιλόξενο καρδινάλιο τον γνώρισα...
    Σ ευχαριστώ για το απόσπασμα που παραθέτεις!

    ReplyDelete