Pierre Bonnard , Le cabinet de toilette
Woman obstinacy of Asia
You are a continent of breasts from the depths of races
wandering like the moon
pain is a curl and your love is mercury
woman obstinacy of Asia.
When you throw a glance at the valleys to mellow
as the winds make it travel to the heights
you reap the branches and you pour poison into the moon
like a murder alone you reside in consciousness
conspiring against the divinities of the birds
you with the black river hair
you again and again with the dark eyes
I tell the sun to stand with no kindness
ripping the large colour of the dream
the sun to fight you with noisy brimstone
and ruin all the memory that tortures me.
Those were the times that brought me to your steps
vegetal dinosaurs celestial amplitude
a loose beam of blood ready to scatter
when I shouted with no answer: I want to become blue.
You came to stay till death
with purple reflections from the limbs
I asked but never found out where you got the darkness
In mystic streams you lock your sound
alone with that explosive voice of silence.
You came to stay till far off dusk
went across bodies still on a journey.
I haven't lived and the beauty of Attica is my whole journey.
In all those sorrows singing
I know nothing of the weapon of oblivion.
Nikos Karouzos ( The doe of stars , 1962)
«Γυναίκα, πείσμα της Ασίας»
Είσαι μια ήπειρος του στήθους απ΄ τα βάθη των φυλών
είσαι πλανόδια σαν το φεγγάρι
ο πόνος είναι πλοκαμός κι η αγάπη σου υδράργυρος
γυναίκα, πείσμα της Ασίας.
Όταν αφήνεις ένα βλέμμα στις κοιλάδες να ωριμάζει
καθώς οι άνεμοι το ταξιδεύουν ως τα ύψη
νέμεσαι τα κλαδιά και χύνεις δηλητήρια μες στο φεγγάρι.
Μόνη σα φόνος κατοικείς τη συνείδηση
συνωμοτώντας αντίκρυ στις θεότητες των πουλιών
εσύ με μαύρα ποταμικά μαλλιά
εσύ πάλι και πάλι με σκοτεινά μάτια.
Λέω στον ήλιο να σταθεί χωρίς την αγαθότητα
σχίζοντας το μεγάλο χρώμα του ονείρου
στον ήλιο να σε πολεμήσει με βοερό θειάφι
και να γκρεμίσει όλη τη θύμηση που με παιδεύει.
Να οι καιροί στα βήματα σου μʼ έφεραν
οι φυτικοί δεινόσαυροι τα ουράνια πλάτη
μια δέσμη χαλαρή του αίματος έτοιμη να σκορπίσει
τότε που φώναζα δίχως απόκριση: Θέλω να γίνω γαλάζιος.
Ήρθες να μείνεις ως το θάνατο
με πορφυρές ανταύγειες απʼ τα μέλη
ρώτησα μα δεν έμαθα που βρήκες το σκοτάδι
σε μυστικά ρυάκια κλειδώνεις τον ήχο σου
μόνη με την εκρηκτική φωνή της σιωπής.
Ήρθες να μείνεις ως το μακρινό χάραμα
σώματα πέρασες ακόμη ταξιδεύεις.
Εγώ δεν έζησα κι η ομορφιά της Αττικής είνʼ όλο το ταξίδι μου.
Σε τόσους καημούς τραγουδώντας
δεν ξέρω τʼ όπλο της λησμονιάς.
(Νίκος Καρούζος, Η έλαφος των άστρων, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος)