Dimitris Kondilis
will ask me, someday, when you leave, their voice back.
But I'll have no voice anymore to pronounce them. Because you always used
to walk barefoot in the rooms, and then you used to shrink in bed
a skein of feathers, silk and wild flame. You were crossing your arms
around your knees, leaving your dusty rose feet provocatively stretched.
Remember me – you told me – like this;
exactly like this remember me with my dirty feet; with my hair
thrown over my eyes– because like this I can see you deeper. So,
how can I have a voice anymore? Never has Poetry walked in such a way
under the all white apple trees in bloom of any Paradise.
Yiannis Ritsos, Words of flesh, 1981
θα μου ζητήσουν, κάποτε, όταν φύγεις, τη φωνή τους.
Όμως εγώ δε θα ’χω πια φωνή να τα μιλήσω. Γιατί εσύ συνήθιζες πάντα
να περπατάς γυμνόποδη στις κάμαρες, κι υστέρα μαζευόσουν στο κρεβάτι
ένα κουβάρι πούπουλα, μετάξι κι άγρια φλόγα. Σταύρωνες τα χέρια σου
γύρω στα γόνατά σου, αφήνοντας προκλητικά προτεταμένα
τα σκονισμένα σου ρόδινα πέλματα. Να με θυμάσαι – μου ’λεγες – έτσι˙
έτσι να με θυμάσαι με τα λερωμένα πόδια μου˙ με τα μαλλιά μου
ριγμένα στα μάτια μου – γιατί έτσι βαθύτερα σε βλέπω. Λοιπόν,
πώς να ’χω πια τη φωνή. Ποτέ της η Ποίηση δεν περπάτησε έτσι
κάτω από τις πάλλευκες ανθισμένες μηλιές κανενός Παραδείσου.
~Γιάννης Ρίτσος ~ Σάρκινος λόγος , Κέδρος 1981
But I'll have no voice anymore to pronounce them. Because you always used
to walk barefoot in the rooms, and then you used to shrink in bed
a skein of feathers, silk and wild flame. You were crossing your arms
around your knees, leaving your dusty rose feet provocatively stretched.
Remember me – you told me – like this;
exactly like this remember me with my dirty feet; with my hair
thrown over my eyes– because like this I can see you deeper. So,
how can I have a voice anymore? Never has Poetry walked in such a way
under the all white apple trees in bloom of any Paradise.
Yiannis Ritsos, Words of flesh, 1981
± ± ± ±
Τα ποιήματα που έζησα στο σώμα σου σωπαίνοντας,θα μου ζητήσουν, κάποτε, όταν φύγεις, τη φωνή τους.
Όμως εγώ δε θα ’χω πια φωνή να τα μιλήσω. Γιατί εσύ συνήθιζες πάντα
να περπατάς γυμνόποδη στις κάμαρες, κι υστέρα μαζευόσουν στο κρεβάτι
ένα κουβάρι πούπουλα, μετάξι κι άγρια φλόγα. Σταύρωνες τα χέρια σου
γύρω στα γόνατά σου, αφήνοντας προκλητικά προτεταμένα
τα σκονισμένα σου ρόδινα πέλματα. Να με θυμάσαι – μου ’λεγες – έτσι˙
έτσι να με θυμάσαι με τα λερωμένα πόδια μου˙ με τα μαλλιά μου
ριγμένα στα μάτια μου – γιατί έτσι βαθύτερα σε βλέπω. Λοιπόν,
πώς να ’χω πια τη φωνή. Ποτέ της η Ποίηση δεν περπάτησε έτσι
κάτω από τις πάλλευκες ανθισμένες μηλιές κανενός Παραδείσου.
~Γιάννης Ρίτσος ~ Σάρκινος λόγος , Κέδρος 1981